- κορύδιον
- κορύδιον, τὸ (Α)επιγρ. (αιολ. τ.) κοριτσάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ύδ-ιον, αναλογικά προς υποκορ. ονομάτων σε -υ (πρβλ. δακρ-ύδιον, δορ-ύδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek